- ἀποκοπῇ
- ἀποκόπτωcut offaor subj pass 3rd sgἀποκοπέομαιpres subj mp 2nd sgἀποκοπέομαιpres ind mp 2nd sgἀποκοπήcutting offfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποκοπή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
αποκοπή — η 1. κόψιμο μέρους από ένα όλο: Γλίτωσε τη ζωή του, με αποκοπή όμως του ποδιού του. 2. καθορισμός συνολικής τιμής για μια δουλειά ή αγοραπωλησία χωρίς υπολογισμούς: Το βάψιμο του σπιτιού το πήρε αποκοπή. 3. (γραμμ.), αποβολή του τελικού φωνήεντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκοπαῖς — ἀποκοπή cutting off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπαί — ἀποκοπή cutting off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπῆς — ἀποκοπή cutting off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπήν — ἀποκοπή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπῶν — ἀποκοπή cutting off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α … Dictionary of Greek